- ὀλιγοτοκία
- ὀλῐγοτοκ-ία, ἡ,A the bringing forth of few, ib.771b6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀλιγοτοκίας — ὀλιγοτοκίᾱς , ὀλιγοτοκία the bringing forth of few fem acc pl ὀλιγοτοκίᾱς , ὀλιγοτοκία the bringing forth of few fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγοτοκία — η (Α ὀλιγοτοκία) [ολιγοτό , κος] η γέννηση λίγων τέκνων … Dictionary of Greek